- συνοδοντίς
- συνοδοντίςtunnyfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνοδοντίς — ίδος, ἡ, Α 1. ονομασία μεγάλου θύννου 2. ονομασία ψαριού τού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνόδους, οντος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. σφυρ ίς)] … Dictionary of Greek